- φύσημα
- το, ΝΜΑ [φυσῶ]1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.)2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», Ευρ.)νεοελλ.1. ιατρ. φυσιολογικός ή παθολογικός ήχος που γίνεται αντιληπτός κατά την ακρόαση τών πνευμόνων, τής καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό φύσημα» β. «καρδιακό φύσημα» γ. «αρτηριακό φύσημα»)2. φρ. «πήρε φύσημα» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη θέση τουμσν.-αρχ.φούσκωμα, αλαζονεία («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν φύσημα φυσώντων», Πλάτ.)αρχ.1. φυσαλλίδα, φούσκα2. όστρακο που δεν έχει τελείως σχηματιστεί3. το ρετσίνι τού πεύκου4. φρ. α) «πόντιον φύσημα» — ο παφλασμός τής θάλασσας (Ευρ.)β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — χήνα παραγεμιστή (Δίφιλ. Σ.).
Dictionary of Greek. 2013.